- μελάνωμα
- Όγκος του δέρματος που προέρχεται από μελανοκύτταρα, δηλαδή τα κύτταρα της επιφανειακής στιβάδας του δέρματος που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή της μελανίνης, της χρωστικής του δέρματος που το προστατεύει από τη βλαβερή επίδραση του ηλίου. Κατατάσσεται στα πιο απειλητικά για τη ζωή κακοήθη νεοπλάσματα. Ενοχοποιείται η έκθεση στον ήλιο και ο κληρονομικός παράγοντας. Έχει παρατηρηθεί αύξηση στη συχνότητα εμφάνισής του και προτίμηση στις ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες, χωρίς όμως να αποκλείονται και άτομα της μαύρης φυλής. Η πιθανότητα να αναπτυχθεί σε έδαφος σπίλου που προϋπήρχε («ελιά»), καθιστά αναγκαία τη χειρουργική εξαίρεση και ιστολογική εξέταση σπίλου που παρουσίασε αλλαγή στα μορφολογικά του χαρακτηριστικά. Η έγκαιρη διάγνωση του μ. είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεραπεία.
* * *το (Μ μελάνωμα) η βαφή με μαύρο χρώμα, το μαύρισμανεοελλ.1. ρύπανση, λέρωμα με μελάνη2. στον πληθ. μελανώματαιατρ. γενική ονομασία που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανώνω. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. melanoma)].
Dictionary of Greek. 2013.